- μπογιατζής
- οο εργάτης που βάφει, ο ελαιοχρωματιστής, ο βαφέας: Ήρθαν οι μπογιατζήδες για να βάψουν το μαγαζί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπογιατζής — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Κρήτη. 1. Μιχαήλ. Ήταν πλοίαρχος και καταγόταν από το χωριό Τουρλωτή. Μαζί με τους πέντε γιους του, πριν το 1821, έκανε επιδρομές στο Αιγαίο και κυρίως στις κρητικές θάλασσες, με το ιδιόκτητο πλοίο… … Dictionary of Greek
-τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek
μπογιαντζής — ο, θηλ. ού βλ. μπογιατζής … Dictionary of Greek
βαφέας, ο — και βαφιάς,ο ο μπογιατζής, αυτός που έχει ως επάγγελμα το να βάφει: Το σπίτι είναι άνω κάτω γιατί έχουμε βαφιάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βούρτσα — η αντικείμενο από τρίχες, συρμάτινα νήματα ή συνθετικές ίνες στερεωμένες σε μια βάση διαφόρων σχημάτων, με το οποίο ξεσκονίζουμε, καθαρίζουμε ή γυαλίζουμε: Βούρτσα για τα ρούχα. – Βούρτα για τα παπούτσια. – Ο μπογιατζής βάφει με βούρτσες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)